Μεγάλωσα στην επαρχία, σε ένα σπίτι με άλλα δύο αδέρφια.
Εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος. Οι γονείς μου ήταν σκληροί άνθρωποι. Θυμάμαι όταν μαλώσαμε με έναν συμμαθητή μου και γύρισα μια μέρα από το σχολείο με μελανιασμένο μάγουλο, η μάνα μου με χαστούκισε επειδή όταν με ρώτησε αν τον χτύπησα και εγώ , είπα όχι. «Αυτή για να μάθεις να βαράς» μου είπε και έβαλα τα κλάμματα. Ήμουν παιδί που δεν χτυπούσε, που το χτυπούσαν οι συμμαθητές και έφευγε, κρυβόταν. Στους γονείς μου δεν άρεσε αυτό. «Τι είσαι καμια αδερφή είσαι;» μου έλεγε ο πατέρας μου. «Έτσι είναι τα αγόρια, βαράνε!». Αυτό ήταν μόνο ένα από τα χιλιάδες περιστατικά που ακολούθησαν και που δεν έχει σημασία να αναλύσω. Σημασία έχει ότι με αυτό το σκεπτικό, δυστυχώς, πορεύτηκα όλα τα χρόνια της ζωής μου. Και εγώ και τα αδέρφια μου.
Μεγαλώνοντας έγινα επιθετικός και ήμουν πάντα έτοιμος για καυγά. Ήθελα να αποδείξω στους γονείς μου και στον κόσμο ότι ήμουν αγόρι, ότι ήμουν άντρας ότι ήμουν “δυνατός”. Στο Λύκειο ειδικά, οι καυγάδες και τα ραντεβού για ξύλο έξω από το σχολείο ήταν στην εβδομαδιαία διάταξη. Οι καθηγητές μου καλούσαν συνέχεια τη μάνα μου και τον πατέρα μου για τη συμπεριφορά μου, αλλά εκείνοι ήρθαν μόνο τη πρώτη φορά και αφού μάλωσαν μαζί τους, όσες φορές και να τους ξανακάλεσαν, δεν ξαναπήγαν. Θυμάμαι τους γονείς μου να απειλούν τους καθηγητές ότι θα τους κάνουν καταγγελία στο Υπουργείο Παιδείας, ότι το παιδί τους, δηλαδή εγώ, ήταν μια χαρά και ότι οι καθηγητές είχαν το πρόβλημα. Θυμάμαι πόσο χαιρέκακα γελούσα όταν έξω από τη πόρτα, άκουγα τους γονείς μου να τους βάζουν στη θέση τους. Συνέχισα να είμαι ο νταής της τάξης, να φοβίζω πρωτάκια, να εξευτελίζω τα κορίτσια (δεν τα χτυπούσα ποτέ αλλά τα εξευτέλιζα). Στη τελευταία τάξη του Λυκείου είχα και σουγιά και ευτυχώς είχα και Άγιο που δεν τον χρησιμοποίησα ποτέ.
Όταν τελείωσα το σχολείο, γράφτηκα σε μια ιδιωτική σχολή σε άλλη πόλη. Το τελευταίο βράδυ πρίν φύγω, βγήκα με τους φίλους μου να το γιορτάσουμε, πλακώθηκα με τον μαγαζάτορα και ήρθε η Αστυνομία. Την άλλη μέρα πήγε το περιπολικό στο σπίτι μου και ήρθαν οι γονείς μου στο τμήμα να πληρώσουν και να με βγάλουν. Εκεί δεν είπαν τίποτα. Πλήρωσαν και μετά ο πατέρας μου χτύπησε φιλικά τον Αστυνομικό στη πλάτη και του είπε «Θα τα πούμε το βράδυ στο καφενείο εμείς». Δεν κατάλαβα ποτέ τι εννοούσε και τι έγινε μετά. Τώρα καταλαβαίνω πως όταν σε καλεί ο καθηγητής και τον αγνοείς, αύριο θα σε καλέσει ο Αστυνομικός και θα είσαι τυχερός αν στο τέλος, δεν σε καλέσει και η νεκροφόρα. Τώρα καταλαβαίνω…
Το Φθινόπωρο έφυγα για τη σχολή. Έδειρα πρώτη φορά γυναίκα όταν η κοπέλα που τα είχα ένα χρόνο, μου ζήτησε να χωρίσουμε γιατί είχε άλλον. Ήρθε στο σπίτι και όταν μου το είπε, την έπιασα από το λαιμό. Κατάλαβα τι είχα κάνει όταν την είδα στο πάτωμα να πιάνει το λαιμό της και να πονάει. Έφυγε και δεν την ξαναείδα.
Οι σχέσεις μου δεν κρατούσαν πάνω από χρόνο για τους γνωστούς λόγους. Γνώρισα τη γυναίκα μου λίγους μήνες πρίν πάρω το πτυχίο μου και την ερωτεύτηκα. Δεν έχω γνωρίσει πιο καλόκαρδο άνθρωπο, είχε μέσα της μια αγιοσύνη που δεν έχω συναντήσει σε κανέναν μέχρι σήμερα. Αυτή ανέλαβε να κουβαλήσει το σταυρό μου και σε αυτή χρωστώ που σήμερα είμαι εδώ και όχι πεθαμένος ή φυλακισμένος. Μετά από ένα χρόνο σχέσης, άρχισα να τη χτυπάω.
Τη πρώτη φορά ήταν έγκυος στο πρώτο μας παιδί και την έδειρα επειδή χάλασε τα τελευταία μας χρήματα για να πάρει σεντόνια για το μωρό. Έφυγε από το σπίτι και πήγε να μείνει λίγο στους δικούς της. Παρακάλια συγγνώμες λουλούδια και υποσχέσεις πως δεν θα το ξανακάνω. Αλλά το ξαναέκανα. Πολλές φορές. Κάποιες έφευγε, κάποιες έλεγε ότι ήθελε να χωρίσουμε και άλλες σιχαινόταν τον εαυτό της. Κάποια βράδια έκανε πως την έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ ενώ ήξερα πως φοβόταν ή σιχαινόταν να έρθει να κοιμηθεί μαζί μου. Δεν το έλεγε, το έβλεπα, το ένιωθα. Δεν κοιταζόταν στο καθρέφτη, απέφευγε. Τώρα τα θυμάμαι και κάθε μέρα μου έρχονται και περισσότερες εικόνες στο μυαλό, πιο καθαρές. Τότε ήταν σαν να τα έκανε ένας άλλος, ένα τέρας που δεν γνώριζα, που έμπαινε μέσα μου και όπλιζε το νευρικό μου σύστημα, έσφιγγε τις γροθιές μου και με έσπρωχνε να δείρω, να ματώσω. Δεν μπορώ να το εξηγήσω…
Όταν μια φορά τη χτύπησα και έφυγε μαζί με το γιο μας για ένα μήνα, της έκανα πρόταση γάμου. Ήταν το μεγαλύτερο διάστημα που έλειπε και η πρόταση γάμου, ήταν η προσπάθειά μου να γυρίσει, η απόδειξη ότι την αγαπούσα. Δέχτηκε μόνο με την υπόσχεση πως θα έβλεπα ψυχολόγο και τη μέρα που κάναμε τη βάφτιση του μικρού, παντρευτήκαμε με λίγους φίλους και συγγενείς . «Ε, γαμπρέ άμα σου πάρει τον αέρα, ρίχτης και καμία» είπε γελώντας ο πατέρας μου στο νυφικό τραπέζι και η γυναίκα μου «πάγωσε». Γέλασα αμήχανα.
Είδα ψυχολόγο αλλά μετά από 2-3 συναντήσεις δεν ξαναπήγα. Δεν μου άρεσε, δεν ήμουν τρελλός για να θέλω ψυχολόγο έλεγα. Πέρασαν τα χρόνια, κάναμε και άλλο παιδί. Τα παιδιά μας ήταν συχνά μάρτυρες, έκλαιγαν, τσίριζαν και έτρεμε η ψυχή τους. Οι τύψεις θα με κυνηγάνε μια ζωή για αυτό που τους έκανα, ειδικά ο γιος μου, κατουριόταν πάνω του από το φόβο του μέχρι που έγινε 7 χρονών. Ένα απόγευμα, η γυναίκα μου έφυγε δήθεν για να πάει τα παιδιά μας σε ένα πάρτι και δεν ξαναγύρισε. Δεν με πήγε στην Αστυνομία όπως μου άξιζε. Δεν μου στέρησε τα παιδιά όπως μου έπρεπε, παρά το γεγονός ότι εκείνα είναι που δεν θέλουν να με δούν και δεν τα αδικώ. Δεν είπε τίποτα σε κανέναν για μένα. Έφυγε σιωπηλά και αθόρυβα από τη ζωή μου, χτυπημένη, πληγωμένη αλλά με αξιοπρέπεια. Και όμως ούρλιαζα και την απειλούσα που έφυγε μακριά μου για να σώσει τα παιδιά μας και να σωθεί. Πόσο γελοίος ήμουν!
Εδώ και ένα χρόνο είμαστε επίσημα χωρισμένοι. Δύο χρόνια τώρα βλέπω ψυχολόγο. Βγάζω από μέσα μου το τέρας, σιγά σιγά και βασανιστικά. Δύο χρόνια τώρα, νιώθω σαν να δέρνουν τη ψυχή μου με το ίδιο μένος που κάποτε έδερνα τους άλλους. Τους γονείς μου έχω ένα χρόνο να τους ακούσω, έκαναν τραγικά πράγματα στη γυναίκα μου όταν έμαθαν για το διαζύγιο και δεν θέλω ούτε να ξέρω για αυτούς. Ξέρω πως η γυναίκα μου, σας διαβάζει και δεν θέλω να της πω ούτε ότι την αγαπώ ούτε να με συγχωρέσει. Θέλω μόνο να της πω ότι την ευχαριστώ γιατί αν δεν έφευγε δεν θα καταλάβαινα ποτέ ποιός ήμουν. Της ζητώ συγγνώμη που δεν γνώρισε ποτέ τον καλό Φίλιππο σύζυγο, που τα παιδιά μας δεν γνώρισαν ποτέ τον καλό Φίλιππο πατέρα. Τον Φίλιππο που ήξερε να αγαπάει, που όποτε τον έδερναν, έφευγε και κρυβόταν. Τον Φίλιππο που του έλεγαν πως έτσι είναι τα αγόρια μα δεν του είπαν ποτέ πως είναι να χάνεις αυτούς που αγαπάς…
Φίλιππος
Πηγή: http://www.zoomblog.org/2014/12/blog-post_944.html#ixzz3KqGxHHbP
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου